1ἥδεσθαι — ἥδομαι swad pres inf mp …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2γαγγαλίζω — (Α) γαργαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαργαλίζω*, που συνδέεται με τις γλώσσες του Ησυχίου γαγγαλάν, γαγγαλίζεσθαι «ήδεσθαι», γαγγαλίδες «γελασίνοι»] …
Dictionary of Greek