ἤν που
21εικοσάρης, -α, -ικο — που έχει ηλικία είκοσι ετών (πρβλ. τριαντάρης, πενηντάρης κτλ.), εικοσάχρονος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22θυμαρίσιος, -ια, -ιο — που προέρχεται από το θυμάρι: Μέλι θυμαρίσιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23καναρινής, -ιά, -ί — που έχει το χρώμα του καναρινιού, κιτρινόχρωμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24κατωμερίτης, -ισσα, -ικο — που κατάγεται από τα πεδινά μέρη, καμπίσιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25κοκκινομάτης, -α, -ικο — που έχει τα μάτια του κόκκινα (από αϋπνία, κλάμα κ.λ.π.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26κοτίσιος, -ια, -ιο — που προέρχεται από την κότα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
27κοψομύτης, -α, -ικο — που έχει κομμένη τη μύτη του, ο κουτσομύτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
28κοψοπόδης, -α, -ικο — που έχει κομμένο το πόδι του, κουτσός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
29τρυπ(ι)οχέρης, -α, -ικο — που κάνει υπερβολικά έξοδα, σπάταλος: Δεν του μένουν χρήματα, είναι τρυπιοχέρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
30τρύπιος, -ια, -ιο — που έχει τρύπα ή τρύπες, τρυπητός: Τρύπια τσέπη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)