ἤν που
11η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως …
12ου γαρ που — οὐ γάρ που (Α) διότι κατ ουδένα τρόπον …
13ου δη που — οὐ δή που ή οὐ δήπου (Α) ίσως όχι …
14μόλο που — σύνδ. αντιθετ., αν και, μολονότι: Δε με συγχώρεσε, μόλο που έπεσα στα πόδια της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
15Δός μοι ποῦ στῶ, καὶ τὴν γὴν κινήσω. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
16Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
17εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
18τσιμπλιάρης, -α, -ικο — που έχει τσίμπλες στα μάτια του, που είναι γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
19βαθύσκιος, -ια, -ιο — που σχηματίζει βαθιά σκιά: Σε λίγο μπαίνουμε στα βαθύσκια Τέμπη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
20εβδομηντάρης, -α, -ικο — που έχει ηλικία 70 ετών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)