ἤνυστρον
1ἤνυστρον — fourth stomach of ruminating animals neut nom/voc/acc sg …
2ἠνύστροις — ἤνυστρον fourth stomach of ruminating animals neut dat pl …
3ἠνύστρου — ἤνυστρον fourth stomach of ruminating animals neut gen sg …
4ἠνύστρῳ — ἤνυστρον fourth stomach of ruminating animals neut dat sg …
5ἤνυστρα — ἤνυστρον fourth stomach of ruminating animals neut nom/voc/acc pl …
6ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… …
7ένυστρον — ἔνυστρον, το (Α) η λ. στη μετάφραση τών Ο’ αντί ἤνυστρον* …
8καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …
9udero-, u̯ēdero- — udero , u̯ēdero English meaning: belly Deutsche Übersetzung: “Bauch”, and gleichbedeutende words ähnlichen Anlautes Material: 1. O.Ind. udára m “belly, intumescence of Leibes, the thick Teil eines Dinges, cavity, Inneres”, anūdara …