ἤθω
1ήθω — ἤθω (Α) σπάν. τ. τού ρ. ηθώ* …
2ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …
3ἠθῶ — ἠθέω sift pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠθέω sift pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
4ἤθω — ἠθέω sift pres subj act 1st sg ἠθέω sift pres ind act 1st sg …
5ήθημα — το (Α ἤθημα) [ηθώ] το αποτέλεσμα τού ηθώ, αυτό που έχει υποστεί διύλιση, το διυλισμένο υγρό, το στραγγισμένο υγρό …
6ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος …
7сито — укр. сито, блр. сiто, болг. сито, сербохорв. си̏то, словен. sito, чеш. sito, слвц. sito, польск. sito, н. луж. sуtо. Праслав. *sitо из *sēi to, которое связано с сеять, сею (см.). Ср. лит. sietas мелкое сито , лтш. siêts, лит. sijoti, sijoju… …
8απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] …
9διηθώ — (Α διηθῶ, έω) [ηθώ] περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω αρχ. 1. πλένω, καθαρίζω 2. σταλάζω …
10εξηθώ — ἐηθῶ, έω (Α) [ηθώ] διυλίζω, σουρώνω …
- 1
- 2