ἤδη καὶ ἄλλοτε

  • 81πικαρεσκικό μυθιστόρημα — Είδος περιπετειώδους αφηγήματος, που άνθησε στην Ισπανία τον 16o και τον 17o αι. και, αργότερα, και έξω από την Ισπανία. Πρωταγωνιστής των αφηγημάτων αυτών είναι ο πίκαρο (picaro), λέξη ετυμολογικά αμφισβητούμενη, που χαρακτηρίζει έναν τύπο… …

    Dictionary of Greek

  • 82Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… …

    Dictionary of Greek

  • 83ρητορική — Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων …

    Dictionary of Greek

  • 84Τζοβάνι Πιζάνο — (Giovanni Pisano ; 1245 50 – ; μετά το 1314). Ιταλός γλύπτης, αρχιτέκτονας και οικοδόμος. Η μεγάλη παιδεία του, που φανερώνει ότι ήταν γνώστης των γοτθικών νεωτεριστικών αντιλήψεων και βαθύς μελετητής των αρχαίων αναγλύφων, έκανε πολλούς… …

    Dictionary of Greek

  • 85αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …

    Dictionary of Greek

  • 86Άντερσον, Σέργουντ — (Sherwood Anderson, Κάμντεν, Οχάιο 1876 – Κολόν, Παναμάς 1941). Αμερικανός συγγραφέας. Από παιδί πέρασε από τα πιο διαφορετικά επαγγέλματα για να βοηθήσει την οικογένειά του, κατατάχθηκε εθελοντής στον Ισπανοκουβανικό πόλεμο, διηύθυνε για… …

    Dictionary of Greek

  • 87Σινιορέλι, Λούκα — (Signorelli). Ιταλός ζωγράφος (Κορτόνα, περίπου το 1450 1523). Η διαμόρφωση του βασίστηκε στα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, με τον οποίο φαίνεται ότι εργάστηκε (Βαζάρι, Πατσόλι) γύρω στο 1470, και του Πολαϊόλο, του πιο συγγενικού μ’ αυτόν …

    Dictionary of Greek

  • 88πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …

    Dictionary of Greek

  • 89απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 90Μαζάτσιο — (Masaccio, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401 – Ρώμη 1428). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι σερ Τζοβάνι Γκουίντι ή Κασάι (Tommaso di ser Giovanni Guidi ή Cassai). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή, φτωχική και… …

    Dictionary of Greek