ἡ ὀξεῖα

  • 1ὀξεία — ὀξείᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ὀξείᾳ — ὀξείᾱͅ , ὀξύς 2 sharp fem dat sg (doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3οξεία — Μικρό νησί του Ιονίου πελάγους, που αποτελεί προέκταση των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας μέσα στη θάλασσα. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Απέναντι από το νησί εκβάλλει ο ποταμός Αχελώος, οι προσχώσεις του οποίου μειώνουν συνεχώς την απόσταση που …

    Dictionary of Greek

  • 4οξεία — η (θηλ. του επιθ. οξύς) 1. (γραμμ.) τόνος λέξης. 2. (μουσ.) σημάδι της βυζαντινής μουσικής ( ) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5ὀξεῖα — ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 7παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… …

    Dictionary of Greek

  • 8εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 9ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 10πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …

    Dictionary of Greek