ἡ ἠοίη

  • 1ἠοίη — ἠοΐη , ἠοῖος in or of the morning fem nom/voc sg (epic ionic) ἠοί̱η , ἠοῖος in or of the morning fem nom/voc sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ηοίος — ἠοῑος, α και η, ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α) 1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» το άστρο τής αυγής, ο αυγερινός 2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ. β.… …

    Dictionary of Greek