ἡ ἔρημος

  • 31ερημώδης — ἐρημώδης, ες (Α) [έρημος] 1. (για τόπο) αυτός που δίνει την εντύπωση ερήμου 2. ο μάλλον έρημος, ο σχεδόν έρημος από ανθρώπους …

    Dictionary of Greek

  • 32ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… …

    Dictionary of Greek

  • 33κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 34πανέρημος — και πανέρμος, η, ο / πανέρημος, ον, ΝΑ (ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος νεοελλ. 1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία 2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.… …

    Dictionary of Greek

  • 35Ατακάμα — (Atacama). Περιοχή (74.705 τ. χλμ., 252.400 κάτ. το 2002) τη βόρειας Χιλής, μεταξύ του Ειρηνικού και των Άνδεων, ανάμεσα στους ποταμούς Λόα και Σαλάδου. Πρωτεύουσα είναι η Κοπιαπό. Στην περιοχή υπάρχουν πλούσια ορυχεία χρυσού, αργύρου και χαλκού …

    Dictionary of Greek

  • 36Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 37Αυστραλία, Δυτική — (Western Australia). Ομόσπονδη πολιτεία της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας που περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή Δ του 129ου μεσημβρινού και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση (2.525.500 τ. χλμ.) αλλά η λιγότερο πυκνοκατοικημένη (918.805 κάτ. το 2001, 1… …

    Dictionary of Greek

  • 38Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 39Καράκουμ — (Kara kum). Έρημος (350.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Τουρκμενιστάν (300.000 τ. χλμ.) και τμήμα του Καζακστάν. Στα Β και ΒΑ συνορεύει με το κοίλωμα Σάρι Καμίς και την κοιλάδα του ποταμού Αμού… …

    Dictionary of Greek

  • 40Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek