ἡ ἑξάμηνος
1ἑξάμηνος — masc/fem nom sg ἑξαμηνος of masc/fem nom sg …
2εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι …
3εξάμηνος — η, ο 1. εξαμηνιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξάμηνο (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἑξάμηνον — ἑξάμηνος masc/fem acc sg ἑξάμηνος neut nom/voc/acc sg ἑξαμηνος of masc/fem acc sg ἑξαμηνος of neut nom/voc/acc sg …
5ἑξαμήνου — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen sg …
6ἑξαμήνους — ἑξάμηνος masc/fem acc pl ἑξαμηνος of masc/fem acc pl …
7ἑξαμήνων — ἑξάμηνος masc/fem/neut gen pl ἑξαμηνος of masc/fem/neut gen pl …
8ἑξαμήνῳ — ἑξάμηνος masc/fem/neut dat sg ἑξαμηνος of masc/fem/neut dat sg …
9ἑξάμηνοι — ἑξάμηνος masc/fem nom/voc pl ἑξαμηνος of masc/fem nom/voc pl …
10έκμηνος — ἔκμηνος, ον (Α) 1. εξάμηνος, εξαμηνιαίος 2. ηλικίας έξι μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκμηνον το εξάμηνο …
- 1
- 2