ἡ ἐρωμένη

  • 91Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 92Ντολγκορούκι — (Dolgoruky). Επώνυμο πριγκιπικής οικογένειας από τη Ρωσία. Η οικογένεια αυτή διώχτηκε από την αυτοκράτειρα Άννα Ιβάνοβνα και όλα τα μέλη της εξορίστηκαν στη Σιβηρία ή καρατομήθηκαν. Στα χρόνια της αυτοκράτειρας Ελισάβετ αμνηστεύθηκαν και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 93Οινώνη — Νύμφη της Ίδης στην Τρωάδα, κόρη του ποτάμιου θεού Κεβρήνα, ερωμένη του Απόλλωνα και πρώτη σύζυγος του Πάρη, με τον οποίο απέκτησε τον Κόρυθο. Είχε πάρει από τη Ρέα το χάρισμα της μαντικής και προέβλεψε ότι ο Πάρις θα μετάνιωνε. Πραγματικά, όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 94Ονωρία — (Honoria Justa Grata, Ραβένα 417 – μετά το 455). Κόρη της Πλακιδίας, αδελφής του αυτοκράτορα του δυτικού κράτους Ονώριου και του ανατολικού Aρκάδιου. Η μητέρα της παραμέλησε τελείως την ανατροφή της. Η Ο. ήταν ωραία και επιπόλαια. Σε ηλικία 16… …

    Dictionary of Greek

  • 95Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …

    Dictionary of Greek

  • 96Πομπαντούρ, μαρκησία — (1721 – 1764). Ευνοούμενη του Λουδοβίκου IE΄. Είχε εξαιρετικά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα και χάρη στις φροντίδες του θείου της ντε Τουρνεέμ, φημιζόταν για την πολύπλευρη μόρφωσή της. Το 1741 παντρεύτηκε το ζάπλουτο εξάδελφό της Λε Νορμάν ντ’ …

    Dictionary of Greek

  • 97Σηϊανός, Λούκιος - Αίλιος — Ρωμαίος στρατηγός, γιος του αρχηγού των πραιτωριανών Σήιου Στράβωνα (1ος μ.Χ. αι.). Έπαρχος των πραιτωριανών, δολοφόνησε το διάδοχο του Τιβέριου, Δρούσο, σε συνενόηση με τη σύζυγο του θύματος, η οποία ήταν ερωμένη του και, αφού έπεισε τον Τιβέριο …

    Dictionary of Greek

  • 98Σκλήραινα, Μαρία — Πρωτοξάδελφη της δεύτερης σύζυγου του Κωνσταντίνου θ’ Μονομάχου, του οποίου ήταν ερωμένη. Όταν το 1042 ο Κωνσταντίνος θ’ Μονομάχος έγινε αυτοκράτορας, η πρώτη του δουλειά ήταν να πείσει τη γυναίκα του Αυγούστα Ζωή την Πορφυρογέννητη, να φέρουν τη …

    Dictionary of Greek

  • 99Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 100Σωτάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμικός ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας. Διασώθηκαν λίγα αποσπάσματα από τις κωμωδίες του Εγκλειόμενος και Παραλοτρούμενος. 2. Αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Κρήτη, που έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.… …

    Dictionary of Greek