ἡ ἐρωμένη

  • 71Ευίπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. & 2. Δύο από τις πενήντα κόρες του Δαναού από διαφορετικές μητέρες. 3. Κόρη του Χείρωνα. Επειδή την καταδίωκε ο πατέρας της, όταν ανακάλυψε την εγκυμοσύνη της, μεταμορφώθηκε σε φοράδα. 4. Κόρη του Τυρριμά, βασιλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 72Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 73Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Θυία ή Θυίη — Μυθολογικό πρόσωπο. Το όνομά της σημαίνει θύελλα ή ορμή και προέρχεται, πιθανώς, από το ρήμα θύω (καταλαμβάνομαι από μανία). Κατά τον Ηρόδοτο, η Θ. ήταν Μαινάδα, κόρη του φωκικού βοιωτικού ποτάμιου θεού Κηφισού. Λατρευόταν με εξιλαστήριες θυσίες… …

    Dictionary of Greek

  • 75Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ιόλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του τοξότη Ευρύτη, βασιλιά της Οιχαλίας, χώρας που οι μυθογράφοι τοποθετούν στη Μεσσηνία, στη Θεσσαλία ή στην Εύβοια. Την ερωτεύτηκε παράφορα o Ηρακλής, ο οποίος, όταν o Εύρυτος οργάνωσε αγώνες τόξου με βραβείο την κόρη… …

    Dictionary of Greek

  • 77Ίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αμαζόνα. Βλ. λ. Ιππολύτη. 2. Τροφός του Διονύσου. Ζούσε μαζί του στον Τμώλο και οι Ορφικοί την αποκαλούσαν θεά λικνοφόρο. 3. Κόρη του Κένταυρου Χείρωνα, ερωμένη του Αιόλου, μητέρα της Μελανίππης. Οι θεοί τη… …

    Dictionary of Greek

  • 78Ισαβέλλα — I (Isabella). Όνομα βασιλισσών της Ισπανίας. 1. Ι. η Καθολική (Μαντριγκάλ ντε Λας Άτλας Τόρες 1451 – Μεντίνα ντελ Κάμπο 1504). Βασίλισσα της Καστίλης (1474 1504). Κόρη του βασιλιά Ιωάννη B’ της Καστίλης και της δεύτερης συζύγου του, Ισαβέλλας της …

    Dictionary of Greek

  • 79Κανάκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του γιου του Έλληνα Αίολου και της Εναρέτης. Κατά τον Απολλόδωρο, η Κ. γέννησε από τον Ποσειδώνα τον Οπλέα, τον Νηρέα, τον Επωπέα, τον Αλωέα και τον Τρίοπα. Αναφέρεται επίσης ότι η Κ. είχε παράνομο ερωτικό δεσμό με… …

    Dictionary of Greek

  • 80Καπέλο, Μπιάνκα — (Bianca Cappello ή Capello, 1548 – 1587). Μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, που καταγόταν από τη βενετική οικογένεια Γκριμάνι Καπέλο. Ήταν πνευματώδης και γοητευτική, έζησε περιπετειώδη ζωή και κατέστρωσε πολλές ραδιουργίες. Σε πολύ νεαρή ηλικία… …

    Dictionary of Greek