ἡ ἐρωμένη

  • 61Αστερίων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης, που νυμφεύτηκε την Ευρώπη, ερωμένη του Δία, και υιοθέτησε τους γιους της από τον Δία, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Διάδοχός του έγινε ο Μίνως. 2. Το όνομα του Μινώταυρου. 3. Γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 62Δανιηλίς — (9ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινή αρχόντισσα από την Πάτρα. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε προστάτιδα και ερωμένη του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ (867 886) και όταν εκείνος ανέβηκε στον θρόνο, η Δ. τον επισκέφθηκε μαζί με τον γιο της στην Κωνσταντινούπολη… …

    Dictionary of Greek

  • 63Δημώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σίβυλλα της Κύμης, που διαδέχτηκε την πρώτη σίβυλλα, Ηροφίλη. Ο Κυμαίος συγγραφέας Υπέροχος έγραψε σύγγραμμα γι’ αυτήν και τους χρησμούς της, που όμως δεν διασώθηκε. 2. Κόρη της Μετανείρας και του Κελεού, που… …

    Dictionary of Greek

  • 64Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …

    Dictionary of Greek

  • 65Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ελπινίκη — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Μιλτιάδη, ετεροθαλής αδελφή του Κίμωνα. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον Κίμωνα, γεγονός που υπήρξε αφορμή να διαδοθεί ότι υπήρχε ερωτικός δεσμός ανάμεσα στα δύο αδέλφια, και μάλιστα ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ενία Νεβία — (1ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αρχηγού των πραιτοριανών, Μάκρωνα, επί αυτοκρατορίας Τιβέριου (14 37 μ.Χ.). Υπήρξε ερωμένη του Καλιγούλα, ο οποίος, στην προσπάθειά του να ανέλθει στον θρόνο, της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν αν έπειθε τον σύζυγό… …

    Dictionary of Greek

  • 68Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ευάδνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ποσειδώνα και της Πιτάνης. Ανατράφηκε από τον Αίπυτο, βασιλιά των Αρκάδων. Η Ε. απέκτησε από τον Απόλλωνα έναν γιο, τον μετέπειτα περίφημο μάντη Ίαμο, τον οποίο εγκατέλειψε σε ένα πυκνό δάσος κοντά στον… …

    Dictionary of Greek

  • 70Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …

    Dictionary of Greek