ἡ ἐρωμένη
31κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
32λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… …
33μαιτρέσα — η γυναίκα που συζεί με κάποιον ως ερωμένη του και συντηρείται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitresse, θηλ. τού maitre] …
34μαιτρεσάρω — [μαιτρέσα] κάνω μια γυναίκα ερωμένη μου και τή συντηρώ …
35μορόζα — η ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμορόζα < ιταλ. amorosa (< ιταλ. amo «αγαπώ»)] …
36οδαλίσκη — Δούλα που υπηρετούσε στην Τουρκία τις χανούμισες στο τραπέζι και στα δωμάτιά τους, δηλαδή στον οντά. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς όμως ταύτισαν τις ο. με τις παλλακίδες των σουλτάνων και των πασάδων. Και στην πραγματικότητα συνέβαινε συχνά οι πασάδες… …
37πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… …
38πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …
39παραγκάλισμα — τό, Α [παραγκαλίζομαι] (ποιητ. τ.) 1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του 2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές …
40σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …