ἡ ἐρωμένη

  • 21ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …

    Dictionary of Greek

  • 22ερωμένος — η, ο (Μ ἐρωμένος, η, ον(Α) ἐρώμενος, η, ον) βλ. ερώ (I). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενος είναι μτχ. ενεστ. τού αρχ. ερώμαι*, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη] …

    Dictionary of Greek

  • 23ερωτίς — ἐρωτίς, ἡ (Α) [έρως] 1. η αγαπημένη, η ερωμένη 2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» νησιά τού έρωτα) …

    Dictionary of Greek

  • 24ερωτικοκόρη — ἐρωτικοκόρη, ἡ (Μ) αγαπημένη, ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + κόρη] …

    Dictionary of Greek

  • 25ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 26ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …

    Dictionary of Greek

  • 27ευνοούμενος — η, ο 1. αυτός που έχει την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («είναι ευνοούμενος τού πρωθυπουργού») 2. φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα τού μάλλον… …

    Dictionary of Greek

  • 28ζητησιάρης — α, ικο 1. αυτός που ζητάει συστηματικά από τους άλλους φιλοδωρήματα 2. ο ζητιάνος 3. θηλ. η ζητησιάρα η απαιτητική σύζυγος ή ερωμένη, αυτή που ζητάει συνεχώς χρήματα για να καλύπτει προσωπικά της έξοδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτηση + κατάλ. ιάρης (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 29ιψενικό — ή, ό [Ίψεν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νορβηγό συγγραφέα Ίψεν («ιψενικό δράμα») 2. φρ. «ιψενικό τρίγωνο» το ζεύγος τών συζύγων και ο εραστής ή η ερωμένη, που είναι κοινός φίλος τους …

    Dictionary of Greek

  • 30καυκίτσα — και καυχίτσα, η ερωμένη, γκομενίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα (II) + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κοπελ ίτσα, σκυλίτσα)] …

    Dictionary of Greek