ἡ ἐρωμένη

  • 11Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …

    Dictionary of Greek

  • 12Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …

    Dictionary of Greek

  • 13αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… …

    Dictionary of Greek

  • 14αγαπητικός — ο (θηλ. ιά) (Α ἀγαπητικός, ή, όν) [ἀγαπῶ] αυτός που αγαπά νεοελλ. 1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος 2. αυτός που αγαπά ερωτικά 3. (αρσ.) α) παράνομος εραστής β) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών 4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσα αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 15αγοράκι — το [αγόρι] 1. μικρό αγόρι 2. συνήθως θωπευτικά από τη μητέρα στο παιδί της ή από την ερωμένη στον εραστή της …

    Dictionary of Greek

  • 16αιγαίος — Προσωνυμία θεών και μυθολογικών προσώπων. Υπήρχαν Α. Ποσειδώνας, Α. Δίας, Α. ποταμός (στο νησί των Φαιάκων, πατέρας της νύμφης Μελίτης, αλλά και Αιγαία Μελίτη (νύμφη, ερωμένη του Ηρακλή, μητέρα του Ύλλου, βασιλιά της Ιλλυρίας). * * * α, ο (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 17αμορόζα — η [αμορόζος] 1. ερωμένη, φιλενάδα 2. γυναίκα που συζεί παράνομα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. amoroso] …

    Dictionary of Greek

  • 18αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 19βάσανο — το (Μ βάσανον) [βάσανος] 1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα 2. βασανιστήρια νεοελλ. 1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα 2. πληθ. τα βάσανα οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες …

    Dictionary of Greek

  • 20γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …

    Dictionary of Greek