ἡ ἐπὶ τῶν ὅρων γινομένη προαγόρευσις

  • 1εφορία — (I) η βλ. εφορεία. (II) εφορία, η (Α) 1. όριο, σύνορο 2. (κατά τον γραμματικό Αρποκρατίωνα) «ἡ ἐπὶ τῶν ὅρων γινομένη προαγόρευσις, ὡς Δημοσθένης διδάσκει ἐν τῷ κατ Ἀριστοκράτους». [ΕΤΥΜΟΛ. εφορία (ενν. αγορά), θηλ. τού επιθ. εφόριος* (< επί +… …

    Dictionary of Greek