ἡ ἅλαδε ἔ

  • 1άλαδε — ἅλαδε επίρρ. (Α) προς τη θάλασσα, στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επίρρ. κατάλ. δε) …

    Dictionary of Greek

  • 2ἅλαδε — to indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἅλαδ' — ἅλαδε , ἅλαδε to indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4SEPTEMBER — quod septimus esset a Martio, quem principem anni constituerat Romulus, dictus est, teste Varrone de Lingua Lat. l. 5. ubi scribit, menses reliquos a Iunio ad Decembrem usque a numero dictos. Quem cum Senatus in Tiberii Aug. honorem Tiberium… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 6εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …

    Dictionary of Greek