ἡ ἄρχουσα
1ἄρχουσα — ἄρχω to be first pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
2ἀρχούσας — ἀρχούσᾱς , ἄρχω to be first pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀρχούσᾱς , ἄρχω to be first pres part act fem gen sg (doric) …
3τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …
4Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …
5Μαρκούζε, Χέρμπερτ — (Herbert Marcuse, Βερολίνο 1898 – ΗΠΑ 1979). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Φράιμπουργκ. Συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έως το 1933, οπότε το… …
6Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …
7άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …
8αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …
9αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… …
10γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος …