ἡ ἀτμὶς ἐ

  • 11Atmolysis — (Gr. ατμις , vapour; λυειν , to loosen), a term coined by Thomas Graham to denote the separation of a mixture of gases by taking advantage of their different rates of diffusion through a porous septum or diaphragm …

    Wikipedia

  • 12Atmólisis — Saltar a navegación, búsqueda Atmólisis (Gr. ατμις, vapor; λυειν, aflojar) es un término introducido por Thomas Graham para denotar la separación de una mezcla de gases aprovechando sus diferentes ratios de difusión a través de un diafragma o… …

    Wikipedia Español

  • 13Athem, der — Der Athem, des s, plur. inusit. die Luft, welche man vermittelst der Lunge in sich ziehet und wieder von sich stößet, und die Handlung des Einziehens und Ausstoßens dieser Luft; und zwar, 1) Eigentlich. Einen kurzen, schweren Athem haben. Athem… …

    Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • 14пара — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἀτμίς) пар.        (Иак. 4,… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 15ατμή — ἀτμή, η (Α) ατμός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» λέξη (Ησίοδος), σημασιολογικά παράλληλη των ατμός, ατμίς] …

    Dictionary of Greek

  • 16ατμίδα — η (AM ἀτμίς) [ατμός] ατμός, ομίχλη νεοελλ. φρ. «ατμίδες ηφαιστειακές» ανοίγματα στην επιφάνεια της γης από τα οποία εκλύονται αέρια (αποτελούν ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας) …

    Dictionary of Greek

  • 17ατμίζω — (AM ἀτμίζω) αναδίδω ατμό, αχνίζω αρχ. εξατμίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός ή < ατμίς] …

    Dictionary of Greek

  • 18ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …

    Dictionary of Greek

  • 19ευόριστος — εὐόριστος, ον (Α) 1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ… …

    Dictionary of Greek

  • 20υπερατμιδούμαι — όομαι, Μ μετατρέπομαι ολόκληρος σε ατμό, εξατμίζομαι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ἀτμιδοῦμαι «μεταβάλλομαι σε ατμό» (< ἀτμίς, ίδος «ατμός»)] …

    Dictionary of Greek