ἡ ἀπλανής
1ἀπλανής — not wandering masc/fem nom sg …
2απλανής — ές (AM ἀπλανής) [πλανώμαι] 1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός 2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμα μσν. εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος …
3απλανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ακίνητος, σταθερός: Είχε βλέμμα απλανές· (αστρον.), «απλανείς αστέρες», αυτοί που κρατούν τη θέση τους σταθερή στον ουράνιο θόλο (σ αντίθεση με τους πλανήτες που αλλάζουν θέση) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπλανῆ — ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπλανής not wandering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπλανής not wandering masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἀπλανεστάτων — ἀπλανής not wandering fem gen superl pl ἀπλανής not wandering masc/neut gen superl pl …
6ἀπλανεῖ — ἀπλανής not wandering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπλανής not wandering masc/fem/neut dat sg …
7ἀπλανεῖς — ἀπλανής not wandering masc/fem acc pl ἀπλανής not wandering masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
8ἀπλανέα — ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀπλανής not wandering masc/fem acc sg (epic ionic) …
9ἀπλανές — ἀπλανής not wandering masc/fem voc sg ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc sg …
10ἀπλανέστατον — ἀπλανής not wandering masc acc superl sg ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc superl sg …