ἡ ἀνωτάτη ς

  • 121σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …

    Dictionary of Greek

  • 122στρατηγείο — το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός] νεοελλ. 1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα 2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 123συμφοίτηση — η / συμφοίτησις, ήσεως, ΝΑ [συμφοιτῶ] νεοελλ. ταυτόχρονη φοίτηση στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή αρχ. 1. η σύγχρονη φοίτηση στο ίδιο διδασκαλείο 2. το να συχνάζει κανείς στη σύγκλητο 3. (για ζώα) συνουσία …

    Dictionary of Greek

  • 124συμφοιτητής — ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [συμφοιτῶ] νεοελλ. φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συμμαθητής 2. (ειδικά) συμπροσκυνητής* στον ναό τού Ασκληπιού …

    Dictionary of Greek

  • 125συμφοιτώ — συμφοιτῶ, άω, ΝΑ, και ιων. τ. συμφοιτῶ, έω, και αττ. τ. ξυμφοιτῶ, άω, Α νεοελλ. φοιτώ στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συχνάζω στο ίδιο μέρος με άλλον 2. φοιτώ στο ίδιο διδασκαλείο με άλλον 3. (σχετικά με σύγκλητο, βουλή …

    Dictionary of Greek

  • 126συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …

    Dictionary of Greek

  • 127συνδυναστεύω — ΜΑ [δυναστεύω] κατέχω την ανώτατη εξουσία μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 128συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …

    Dictionary of Greek