ἡ ἀνωτάτη ς

  • 111παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …

    Dictionary of Greek

  • 112παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …

    Dictionary of Greek

  • 113πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …

    Dictionary of Greek

  • 114ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 115πραίτωρ — Όνομα που στην κλασική ρωμαϊκή εποχή δήλωνε τον άρχοντα στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Δικαιοσύνης. Στην περίοδο της Δημοκρατίας οι π., πάντοτε δύο, ήταν η ανώτατη κρατική αρχή με στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες. Αργότερα, το 367 π …

    Dictionary of Greek

  • 116πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 117προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός …

    Dictionary of Greek

  • 118πρωτοετής — ές, Ν 1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετής φοιτητής τής ιατρικής») 2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο ετής] …

    Dictionary of Greek

  • 119πτυχιούχος — ο, η, Ν αυτός ο οποίος έχει περατώσει με επιτυχία τις σπουδές του σε ανώτατη σχολή και έχει πάρει το πτυχίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχίο + ούχος* (< έχω), πρβλ. αριστ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …

    Dictionary of Greek

  • 120σάττιος — α, ον, Ν 1. γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάττια βαθμίδα 2. φρ. «σάττια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σάττιο» γεωλ. η ανώτατη και νεώτερη μεγάλη υποδιαίρεση τού ολιγοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά την διάρκειά της, αλλ.… …

    Dictionary of Greek