ἡ ἀνωτάτη ς

  • 101μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… …

    Dictionary of Greek

  • 102μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 103μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …

    Dictionary of Greek

  • 104μονοστρατηγώ — μονοστρατηγῶ, έω (Μ) [μονοστράτηγος] έχω την αρχηγία όλου τού στρατού μόνος, είμαι ο μόνος στρατηγός, έχω την ανώτατη στρατηγία …

    Dictionary of Greek

  • 105μπουμ — το (οικον.) 1. διεθνής όρος που χαρακτηρίζει την ανώτατη αιχμή τού οικονομικού κύκλου, δηλαδή το ανώτατο σημείο ανόδου τής οικονομίας πριν από την κάμψη 2. απότομη άνοδος τών τιμών στο χρηματιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 106ναυαρχείο — το 1. οικοδόμημα όπου είναι εγκατεστημένος ο ναύαρχος, η έδρα τού ναυάρχου, καθώς και οι υπηρεσίες και τα γραφεία που υπάγονται σε αυτήν 2. ονομασία κατά το 1944 τού ελληνικού υπουργείου Ναυτικών στην Αλεξάνδρεια 3. (στην Αγγλία και σε άλλα… …

    Dictionary of Greek

  • 107νεάτη — νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α) (ενν. χορδή) 1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα 2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο τής φωνής ή τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 108νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… …

    Dictionary of Greek

  • 109ντοτόρες — και δοττόρες, ο (Μ ντοττόρες και δεττόρες) αυτός που έχει σπουδάσει σε ανώτατη σχολή, επιστήμονας, ιδίως γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dottore «γιατρός» < λατ. doctor «διδάσκαλος διδάκτωρ». Οι τ. δοττόρες και δεττόρες είναι ιδιωματικοί] …

    Dictionary of Greek

  • 110πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …

    Dictionary of Greek