ἡ ϑήρ
1θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …
2θήρ — beast of prey masc nom sg …
3θῆρ' — θῆρα , θήρ beast of prey masc acc sg θῆρε , θήρ beast of prey masc nom/voc/acc dual θῆραι , θήρα from Thera fem nom/voc pl θῆρε , θηρίον wild animal masc voc sg …
4θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …
5Θῆρ' — Θῆραι , Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θῆραι , Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θῆρα , Θήρης masc voc sg Θῆρα , Θήρης masc nom sg (epic) Θῆραι , Θήρης masc nom/voc pl …
6θηροῖν — θήρ beast of prey masc gen/dat dual …
7θηρσί — θήρ beast of prey masc dat pl …
8θηρσίν — θήρ beast of prey masc dat pl …
9θηρί — θήρ beast of prey masc dat sg …
10θηρῶν — θήρ beast of prey masc gen pl θήρα from Thera fem gen pl θηράω hunt pres part act masc voc sg θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic… …