ἡ τύραννος
1Τύραννος — an absolute ruler masc nom sg …
2τύραννος — an absolute ruler masc nom sg …
3τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… …
4τύραννος — ο 1. ο απόλυτος άρχοντας που κατέλαβε με τη βία την εξουσία και τη διατηρεί με τη βία, που κυβερνά αυθαίρετα και καταπιέζει το λαό. 2. μτφ., καταπιεστής, βασανιστής, δεσποτικός, ενοχλητικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τυράννοις — τύραννος an absolute ruler masc dat pl τύραννος an absolute ruler neut dat pl …
6τυράννοισι — τύραννος an absolute ruler masc dat pl (epic ionic aeolic) τύραννος an absolute ruler neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) …
8τυράννω — τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) …
9τυράννων — τύραννος an absolute ruler masc gen pl τύραννος an absolute ruler neut gen pl …
10Тиран<i>н — (Τύραννος) 1) софист, уроженец Ефеса, быть может учитель апостола Павла; 2) телохранитель Ирода …