ἡ τοῦ καίσαρος ἐν

  • 1Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 2επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …

    Dictionary of Greek

  • 3κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …

    Dictionary of Greek

  • 4PROCURATOR — I. PROCURATOR apud Ael. Spartian. in Hadriano, c. 13. Et circumiens quidem provincias, Procuratores et Praesides profactis suppliciô affecit, ita severe, ut accusatores per se crederetur immittere: idem cum Praeside, quod nomen licet generale… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5Μελέν — (Melun). Πόλη (35.695 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σηκουάνα και Μάρνη (5.915 τ. χλμ., 1.193.767 κάτ.). Απέχει 45 χλμ. από το Παρίσι. Η Μ. ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Μελόδουνον και κατελήφθη από τους Ρωμαίους το 53 π.Χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6καισαρικός — ή, ό 1. καισάρειος*. 2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» η διάνοιξη τού πρόσθιου τοιχώματος τής μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και τού περιτοναίου τής εγκύου και η εξαγωγή τού εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 7πανυπερσέβαστος — Βυζαντινό αξίωμα που θεσπίστηκε από τον βασιλιά Αλέξιο A’ Κομνηνό (1081 1118), για να τιμήσει τον σύζυγο της αδελφής του, τον Μιχαήλ Ταρονείτη. Το αξίωμα αυτό ήταν «ισοστάσιον και ισόθρονον τω του καίσαρος» μέχρι την εποχή του Ανδρόνικου Γ’… …

    Dictionary of Greek

  • 8καισαρισμός — ο [καίσαρ] 1. το να φέρεται κάποιος απολυταρχικά όπως ο Καίσαρ 2. η απομίμηση τού πολιτικού συστήματος τού Καίσαρος, κατά το οποίο ένα μόνο άτομο συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες τού κράτους, απολυταρχική διοίκηση, απολυταρχία …

    Dictionary of Greek

  • 9κιθαρηφόρος — κιθαρηφόρος, ὁ (Α) επιγρ. αργυρό νόμισμα τών Λυκίων, που στην πρόσθια όψη του εικόνιζε την κεφαλή τού Απόλλωνος ή τού Καίσαρος και κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + φορος (< φόρος < φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 10PRAESES — nomen generale est, verba sunt Marci IC. leg. 1. ff. de Offic. praesid. eo quod et Proconsulet, et Legati Caesaris, et omnes Provineias regentes, licet Senatores non sint, Praesides appellantur. Vide quoque Dionem, l. 4. Speciatim vero Praesides… …

    Hofmann J. Lexicon universale