ἡ πρὸς ἄλληλα ς

  • 11σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… …

    Dictionary of Greek

  • 12κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 13προστόμιο — το / προστόμιον, ΝΑ νεοελλ. 1. ανατ. η σχισμοειδής κοιλότητα ανάμεσα στα χείλη και στις παρειές προς τα έξω, και στους οδοντικούς φραγμούς και στις φατνιακές αποφύσεις προς το εσωτερικό τού στόματος 2. ζωολ. το ακραίο πρόσθιο τμήμα τού σώματος… …

    Dictionary of Greek