ἡ προτερ-αία

  • 1υστεραίος — α, ο / ὑστεραῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ακολουθεί, ο μετέπειτα, ο κατοπινός 2. το θηλ. ως ουσ. η υστεραία (ενν. ημέρα) η αυριανή μέρα νεοελλ. φρ. «υστεραίες ωδίνες» ιατρ. οι ωδίνες τής υστεροτοκίας αρχ. ύστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ …

    Dictionary of Greek