ἡ προκαθεζομένη πόλις

  • 1προκαθέζομαι — Α 1. προΐσταμαι, προεδρεύω 2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ 3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» η μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»] …

    Dictionary of Greek