ἡ πλατεῖα
1πλατεία — πλατεία, η και πλατέα, η 1. επίπεδη έκταση στη μέση του χωριού ή σε πόλη: Στην πλατεία στήθηκε χορός. 2. χώρος των θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου: Στην πλατεία δεν έχει θέσεις πάντοτε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2πλατεῖα — fem nom/voc sg πλατεῖον tablet neut nom/voc/acc pl πλατύς wide fem nom/voc sg …
3πλατεία — πλατεί̱ᾱ , πλατεῖα fem nom/voc/acc dual πλατείᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual …
4πλατείᾳ — πλατεί̱ᾱͅ , πλατεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) πλατείᾱͅ , πλατύς wide fem dat sg (doric aeolic) …
5πλατεία — I Oνομασία πολλών μικρών νησιών του Αιγαίου. Οφείλεται στο πλατύ σχήμα τους. 1. Ένα από τα νησιά της συστάδας των Διαπορίων του Σαρωνικού. 2. Νησί κοντά στην Αίγινα. 3. Νησί κοντά στη Χίο, η αρχαία Πηλούς. 4. Νησί στο βορειοανατολικό άκρο της… …
6Πλατειά Άμμος — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κυθήρων, της νομαρχίας Πειραιώς …
7Κόκκινη Πλατεία — Ιστορική πλατεία της Μόσχας. Βλ. λ. Μόσχα …
8πλατειάσαι — πλατειά̱σᾱͅ , πλατειάζω slap with the flat hand fut part act fem dat sg (doric) πλατειάζω slap with the flat hand aor inf act πλατειάσαῑ , πλατειάζω slap with the flat hand aor opt act 3rd sg …
9πλατεῖαι — πλατεῖα fem nom/voc pl πλατύς wide fem nom/voc pl …
10πλατεῖαν — πλατεῖα fem acc sg πλατύς wide fem acc sg …