ἡ περιϑετή
1περιθετῇ — περίθετος put round fem dat sg (attic epic ionic) περιθετός put round fem dat sg (attic epic ionic) …
2περιθετή — περίθετος put round fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιθετός put round fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3περίθετος — ον, θηλ. και περιθέτη, και περιθετός, ή, όν, Α [περιτίθημι] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ή που μπορεί να τοποθετηθεί γύρω από κάτι 2. φρ. α) «περίθετον πρόσωπον» προσωπείο, μάσκα β) «περιθεταὶ τρίχες» και «περίθετος κόμη» η περούκα …