ἡ περίπολος
1περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg …
3περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …
4περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg …
5ПЕРЕПОЛ — • Περίπολος, см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 …
6περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl …
7περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg …
8περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl …
9περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl …
10περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg …