ἡ παρ' ἡμῖν θ

  • 21πολλαπλούς — ή, ούν / πολλαπλοῡς, ῆ, οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, ή, ό, Ν, πολλαπλόος, όη, όον, Α αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα») νεοελλ. φρ. α) «πολλαπλή ηχώ» (ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο… …

    Dictionary of Greek

  • 22υπερβερεταίος — ὁ, ΜΑ 1. ως κύριο όν. ο τελευταίος μήνας τού έτους στη Μακεδονία και στην Πέργαμο (α. «τῇ πρὸ πέντε εἰδῶν ὀκτωβρίων, ἥτις ἐστὶν ὑπερβερετίω, τοὐτέστιν ὀκτωβρίω ια », Ιωάνν. Χρυσ. β. «περὶ τὴν ἐπιτολὴν τοῡ ἀρκτούρου, ὅστις καιρὸς ἐν Ῥώμῃ μὲν ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 23υπηρέσιο(ν) — το / ὑπηρέσιον, ΝΑ κομμάτι από βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε κάθισμα λέμβου για να κάθονται πάνω σε αυτό οι επιβάτες αρχ. 1. ο μισθός τού κωπηλάτη 2. υπηρετικό πλοίο 3. υπόστρωμα ή σάγμα αλόγου 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπηρέσιον, τὸ παρ ἡμῑν, ᾧ… …

    Dictionary of Greek

  • 24χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του …

    Dictionary of Greek

  • 25χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… …

    Dictionary of Greek

  • 27Μυλωνάς, Αλέξανδρος — (1881 – 1967). Πολιτικός. Το 1923 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στην Αθήνα, στις τάξεις του κόμματος των Φιλελευθέρων και τον επόμενο χρόνο επανεξελέγη βουλευτής Ιωαννίνων του ίδιου κόμματος. Το 1932 ίδρυσε το Αγροτικό κόμμα και από τότε, έως… …

    Dictionary of Greek

  • 28Παπαδόπουλος, Γεώργιος — Άρχοντας μέγας πρωτέκδικος του οικουμενικού πατριαρχείου. Ήταν ο πρώτος ιστοριοδίφης της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. Ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε ως ένας από τους δοκιμότερους εκκλησιαστικολόγους δημοσιογράφους.… …

    Dictionary of Greek

  • 29Παπαφράγκος — Επώνυμο γνωστής μεσολογγίτικης οικογένειας. 1. Αθανάσιος. (1836 – 1907). Έλληνας δικαστικός, γιος του επόμενου. 2. Στάμος. Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου και τραυματίστηκε στην Κλείσοβα. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε… …

    Dictionary of Greek

  • 30АГАФОКЛИС — [греч. ̓Αγαθοκλῆς] Панайотис, греч. муз. теоретик и преподаватель XIX в. По происхождению из Эноса Фракийского (совр. Энез, Турция), образование получил на о ве Кея. Преподавал в Греческом уч ще (῾Ελληνικὴ Σχολή) и был протопсалтом кафедрального… …

    Православная энциклопедия