ἡ πάραλος
1Πάραλος — by masc nom sg …
2πάραλος — by masc/fem nom sg …
3πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… …
4ПАРАЛ — • Πάραλος, 1. см. Paralia, Паралия; 2. береговая полоса в Фессалии, принадлежавшая мелийцам. Жители этой страны назывались Παράλιοι (Thuc. 3, 92); 3. П. ναυ̃ς (на надписях Παραλία), священный корабль (трирема),… …
5πάραλον — πάραλος by masc/fem acc sg πάραλος by neut nom/voc/acc sg …
6Παράλοιο — Πάραλος by masc gen sg (epic) …
7παράλοιο — πάραλος by masc/fem/neut gen sg (epic) …
8Παράλοις — Πάραλος by masc dat pl …
9παράλοις — πάραλος by masc/fem/neut dat pl …
10Παράλου — Πάραλος by masc gen sg …