ἡ νηῦς
11νηΰνδε — νηΰνδε (Α) επίρρ. προς το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηῦν, αιτ. τού νηῦς / ναῦς «πλοίο» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] …
12πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …
13ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… …
14ՆԱՒ — (ու, ուց, եւ ի, աց.) NBH 2 0405 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. νᾶυς, νηύς navis. յն. նա՛ւս, նիիւս. լտ. նա՛ւիս . վր. նա՛վի. սանս. նավ. իսկ պրս. նավ, ամենայն ինչ տաշտաձեւ. եւ πλοῖον navigium, navis oneraria եւ πλόας ,… …
15nāus-1 — nāus 1 English meaning: boat Deutsche Übersetzung: ‘schiff” (ausgehöhlter Einbaum) Grammatical information: f. acc. nüu̯ m̥ Material: O.Ind. nüu (nom. nü uḥ ) ‘ship, boat” (nüvya ‘schiffbar”); ap. nüviyü “fleet” (: Gk.… …
- 1
- 2