ἡ μετ

  • 21ευμετάγωγος — εὐμετάγωγος, ον (ΑΜ) μτφ. αυτός που εύκολα μεταβάλλει γνώμη ή φρόνημα αρχ. 1. αυτός που μεταβιβάζεται, που μεταφέρεται εύκολα 2. μτφ. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετ αγωγή (< μετ άγω)] …

    Dictionary of Greek

  • 22κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 23μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …

    Dictionary of Greek

  • 24μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 25μεταγνώθω — και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω) λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ μσν. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω …

    Dictionary of Greek

  • 26μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …

    Dictionary of Greek

  • 27Metal — This article is about metallic materials. For other uses, see Metal (disambiguation). Some metal pieces Metals Alkali metals …

    Wikipedia

  • 28Coptic language — Coptic ⲘⲉⲧⲢⲉⲙ̀ⲛⲭⲏⲙⲓ, Μετ Ρεμνχημι Mad.Rmenkami Spoken in Egypt, Canada, Australia, United States …

    Wikipedia

  • 29University of Trinity College — Infobox UofT College name = University of Trinity College in the University of Toronto common name = Trinity College latin name = Collegium Sacrosanctæ Trinitatis apud Torontonenses motto = Μετ’ Ἀγῶνα Στέφανος Met’Agona Stephanos translation =… …

    Wikipedia

  • 30Nephilim — For other uses, see Nephilim (disambiguation). The Nephilim (plural) are the offspring of the sons of God and the daughters of men in Genesis 6:4, or giants who inhabit Canaan in Numbers 13:33. A similar word with different vowel sounds is used… …

    Wikipedia