ἡ μετ

  • 111SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 112TRITOGENIA — Pallas dicta est, quod apud Tritonem Africae paludem apparuerit, vel a nomine Τριτὼ, id est, κεφαλη, (sic enim Aeoles vocant, ut ait Aristoph. Schol. in Nub.) quod sit ex Iovis capite edita. Unde Hesiod. in Theog. v. 895. Αὐτὸς δ᾿ εν κεφαλῆς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 113VESPERA — Graece ὀψία, apud Hebraeos (quibus initium diei erat, nocte secundum Rituale praecedente propter mysterium, seu δήλωσιν πνεύματος, cum alias non prima Vespera primo mane, sed hoc illâ antiquius esset, qua de re vide Burmannum, Synopsi Theol.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 114VITIS Aurea — in Templo Hierosoly mitano secundo, celebris olim, e qua boti inusitatâ magnitudine dependebant, supra ipsum Templi ostium et quidem supra coronas aureas et argenteas, intra quas aureae catenae suspensae erant, fuit collocata. Docet autem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 115VIVAS — ut et Vincas, acclamatum iam olim Principibus. Trebellius Pollio in Claudio, c. 18. Quum esses nuntiatum, illum cum macriano fortiter, contra gentes in illyrico, dimicâsse, acclamavit Senatus, Dux fortissime, habeas virtutibus tuis, devotioni… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 116-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 117Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… …

    Dictionary of Greek

  • 118Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 119άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …

    Dictionary of Greek

  • 120ίχνιον — ἴχνιον, τὸ (Α) [ίχνος] (υποκορ. τού ίχνος) 1. το πάτημα τού ποδιού, η πατημασιά 2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.) 3. φρ. α) «ἴχνιον ἑδράζομαι» στηρίζω το πόδι β) «μετ ἴχνια βαίνω» ή «κατ ἴχνια ἐφέπομαι» ακολουθώ …

    Dictionary of Greek