ἡ μεγάλη ἑ

  • 1Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …

    Dictionary of Greek

  • 2Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη …

    Dictionary of Greek

  • 3Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …

    Dictionary of Greek

  • 4Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija …

    Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • 5Μεγάλη Παναγία — Sp Megãli Panagijà Ap Μεγάλη Παναγία/Megali Panagia L ŠR Graikija …

    Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • 6Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής …

    Dictionary of Greek

  • 7Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 8Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής …

    Dictionary of Greek

  • 9Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας …

    Dictionary of Greek

  • 10Μεγάλη Βρετανία — Ονομασία που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο …

    Dictionary of Greek