ἡ μεγάλη ἑ

  • 51Δημιάδες Πύλες — Μεγάλη πύλη των Αθηνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Θριάσιαι Πύλαι ή Ιερά Πύλη, επειδή από εκεί ξεκινούσε η Ιερά οδός. Την Ιερά οδό ακολουθούσε η ελευσινιακή πομπή στην πορεία της από το Θριάσιο πεδίο προς την Ελευσίνα. Λεγόταν και Κεραμεικαί Πύλαι …

    Dictionary of Greek

  • 52Καλαχάρι — Μεγάλη ερημική περιοχή (700.000 τ. χλμ.) της νότιας Αφρικής, που βρίσκεται περίπου μεταξύ 20° και 28° νοτίου πλάτους και 19° και 24° ανατολικού μήκους. Πολιτικά καλύπτει μεγάλο μέρος της νοτιοκεντρικής Μποτσουάνα και προχωρεί προς την Επαρχία του …

    Dictionary of Greek

  • 53κηροί — Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός… …

    Dictionary of Greek

  • 54Λαβαντάρα — Μεγάλη, απόκρημνη χαράδρα στο ανατολικό μέρος της Άνδρου. Βλ. λ. Αλαβανδάρα …

    Dictionary of Greek

  • 55μύκητες — Μεγάλη και σπουδαία υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου, η οποία απαρτίζεται από θαλλόφυτα, δηλαδή από μάλλον απλής δομής φυτικούς οργανισμούς που στερούνται πραγματικών ριζών, βλαστού και φύλλων. Οι μ. αποτελούνται από συνενωμένες υφές… …

    Dictionary of Greek

  • 56Πανόπολις — Μεγάλη πόλη της αρχαίας Αιγύπτου. Βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Νείλου, στην Άνω Αίγυπτο, και ήταν μια από τις αρχαιότερες της χώρας. Στα αρχαία αιγυπτιακά λεγόταν Απού ή Κεμ, και ήταν κέντρο λατρείας του θεού Κεμ ή Μο, που οι αρχαίοι Έλληνες τον… …

    Dictionary of Greek

  • 57Πεσσινούς — Μεγάλη παραλιακή πόλη της Δ. Γαλατίας, στα σύνορα Φρυγίας Γαλατίας. Ήταν κέντρο λατρείας της Κυβέλης Πεσσινουντίδας, την οποία λάτρευαν με το όνομα Άγδιστις. Στο ναό υπήρχε ξόανο της θεάς ή, κατά τον Λίβιο, πέτρινο άγαλμα που είχε πέσει από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ροδόπης, οροσειρά — Μεγάλη οροσειρά της Βαλκανικής χερσονήσου. Αποτελεί προέκταση του Αίμου, με κατεύθυνση από ΒΔ στα ΝΑ και χωρίζει τις κοιλάδες των ποταμών Έβρου και Νέστου. Οι κορυφές Ρίλος (υψόμ. 2.673 μ.) και Μουσαλά (υψόμ. 2.925 μ.) ενώνουν τη Ρ. με τον Αίμο.… …

    Dictionary of Greek

  • 59Σκόρτα — Μεγάλη φραγκική βαρονία στην Αρκαδία την εποχή του Μεσαίωνα. Περιλάμβανε ένα μεγάλο μέρος της Γορτυνίας και μικρότερες περιοχές της Μεγαλόπολης και της Ολυμπίας. Κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες και Αλβανούς. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παραχώρησε τα… …

    Dictionary of Greek

  • 60στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …

    Dictionary of Greek