ἡ λαπάϑη

  • 1λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 2Λάκων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Λαπάθη, σύμφωνα με μύθο των Λακεδαιμονίων. 2. Ένας από τους σκύλους του μυθικού κυνηγού Ακταίωνα …

    Dictionary of Greek