ἡ κρατοῦσα
1κρατούσᾳ — κρατούσᾱͅ , κρατέω to be strong pres part act fem dat sg (doric) …
2κρατοῦσα — κρατέω to be strong pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) …
3κρατούσας — κρατούσᾱς , κρατέω to be strong pres part act fem acc pl (attic epic doric) κρατούσᾱς , κρατέω to be strong pres part act fem gen sg (doric) …
4κρατοῦσ' — κρατοῦσα , κρατέω to be strong pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) κρατοῦσι , κρατέω to be strong pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κρατοῦσι , κρατέω to be strong pres ind act 3rd pl (attic epic doric) κρατοῦσαι ,… …
5βρεφοκρατούσα — η (Μ βρεφοκρατοῡσα) εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κρατούσα (μτχ. του κρατώ)] …
6κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …
7οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …
8πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …
9φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …
10Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… …
- 1
- 2