ἡ καλή
31Καλῶν — Καλή fem gen pl …
32καλῶν — κάλη fem gen pl καλέω call fut part act masc nom sg (attic epic doric) καλέω call pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλός beautiful fem gen pl καλός beautiful masc/neut gen pl κᾱλῶν , κήλη tumour fem gen pl (attic) …
33κάλαιν — κάλη fem gen/dat dual κά̱λαιν , κήλη tumour fem gen/dat dual (attic) …
34κάλαις — κάλη fem dat pl κά̱λαις , κήλη tumour fem dat pl (attic) …
35κάλαισιν — κάλη fem dat pl (epic ionic aeolic) κά̱λαισιν , κήλη tumour fem dat pl (attic epic ionic aeolic) …
36κάλην — κάλη fem acc sg (attic epic ionic) κά̱λην , κήλη tumour fem acc sg (attic epic ionic) …
37κάλης — κάλη fem gen sg (attic epic ionic) καλέω call imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) κά̱λης , κήλη tumour fem gen sg (attic epic ionic) …
38καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …
39αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …
40ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …