ἡ καλή

  • 121ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… …

    Dictionary of Greek

  • 122ευσυνθεσία — εὐσυνθεσία, ἡ (ΑΜ) [ευσύνθετος] μσν. (για λέξεις) η καλή σύνθεση, η καλή διάταξη αρχ. 1. (για το σώμα) η αρμονία με κανονικές αναλογίες, η συμμετρία 2. (για συνθήκες) η φύλαξη, η πιστή τήρηση …

    Dictionary of Greek

  • 123ευσχημονισμός — εὐσχημονισμός, ὁ (Α) [ευσχημονίζω] η καλή ανατροφή, η καλή αγωγή …

    Dictionary of Greek

  • 124ευταξία — η (ΑΜ εὐταξία) [εύτακτος] 1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση 2. η τήρηση τής τάξεως, η πειθαρχία 3. σεμνότητα, φρονιμάδα αρχ. 1. η καλή κατάσταση 2. (για πόλεις) η ευνομία 3. η μετριότητα στη διατροφή 4. εγκράτεια, αγνότητα 5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) …

    Dictionary of Greek

  • 125ευτροφία — η (ΑΜ εὐτροφία) [εύτροφος] 1. σωματική ευεξία, παχυσαρκία 2. καλή τροφή, καλή διατροφή …

    Dictionary of Greek

  • 126ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …

    Dictionary of Greek

  • 127ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» …

    Dictionary of Greek

  • 128ευτυχευδοξώ — εὐτυχευδοξῶ, έω (Α) (παπ.) έχω ευτυχία και καλή φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχώ + ευ δοξώ «έχω καλή φήμη»] …

    Dictionary of Greek