ἡ καλή

  • 101ευάφορμος — εὐάφορμος, ον (Μ) 1. πρόσφορος, έτοιμος («εὐάφορμος ἀπολογία», Ακροπ. Γ.) 2. αυτός που γίνεται με καλή αφορμή, που εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, εύλογος, δικαιολογημένος («οὐκ εὐάφορμος ἡ διχοστασία τῶν ἐκκλησιῶν γέγονε», Πράξ. Συνόδ. Εφέσ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 102ευήκοος — η, ο (ΑΜ εὐήκοος, ον Α και εὐάκοος, ον) αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς») αρχ. μσν. 1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά 2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 103ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …

    Dictionary of Greek

  • 104ευαρμοστία — εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) [ευάρμοστος] η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος μσν. η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη αρχ. 1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν»… …

    Dictionary of Greek

  • 105ευαρχία — εὐαρχία, ἡ (Α) [εύαρχος] πάπ. καλή διοίκηση, καλή κυβέρνηση …

    Dictionary of Greek

  • 106ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 107ευδιαθεσία — η [ευδιάθετος] 1. καλή, ευχάριστη ψυχική διάθεση 2. καλή σωματική κατάσταση …

    Dictionary of Greek

  • 108ευεκτικός — εὐεκτικός, ή, όν (Α) [ευέκτης] 1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος 2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος 3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων. επίρρ... εὐεκτικῶς (ΑΜ) με καλή υγιεία, με… …

    Dictionary of Greek

  • 109ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… …

    Dictionary of Greek

  • 110ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… …

    Dictionary of Greek