ἡ διακοσιοστή
1διακοσιοστῇ — διακοσιοστός two hundredth fem dat sg (attic epic ionic) …
2διακοσιοστῆι — διακοσιοστῇ , διακοσιοστός two hundredth fem dat sg (attic epic ionic) …
3διακοσιετηρίδα — η 1. συνεχής περίοδος διακοσίων ετών 2. συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από ένα γεγονός, διακοσιοστή επέτειος 3. γιορτή για τη διακοσιοστή επέτειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιω. Καμπούρογλου] …