ἡ γνωμονική
1γνωμονική — η βλ. γνωμονικός …
2γνωμονικῇ — γνωμονικός judging by rule fem dat sg (attic epic ionic) …
3γνωμονική — γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών …