ἡ γειναμένη
1γειναμένη — γείνομαι y aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2γειναμένῃ — γείνομαι y aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …
3γείνομαι — (Α) 1. γεννιέμαι 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι οι γονείς β. ὁ γεινάμενος ο πατέρας γ. ἡ γειναμένη η μητέρα δ. «πατρίς ἥ μ ἐγείνατο» η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.) 3. (για… …