ἡ (ἁλής
1αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …
2.άλῃς — ἄλῃς , ἄλη wandering fem dat pl (epic) …
3ἅλης — ἄλης , ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔλης , λάω 1 imperf ind act 2nd sg (doric) ἔλης , λάω 2 seize imperf ind act 2nd sg (doric) …
4ἁλῆς — ἁλή salt works fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem acc pl (attic epic doric ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) …
5ἁλής — ἁ̱λής , ἁλής thronged masc/fem nom sg (ionic) …
6Ἄλης — Ἄλευς masc nom pl Ἄλευς masc nom/voc pl Ἄλης masc nom sg …
7ἀλῆς — ἀλέα avoiding fem gen sg (attic epic ionic) ἀλέω grind pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …
8ἄλης — ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …
9Ἅλης — Ἅλις masc nom/voc pl (doric aeolic) …
10Αλέξανδρος ο εξ Άλης — (Alexandrus Halesius,1170 – 1245). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι, στη θεολογική σχολή του οποίου δίδαξε ο ίδιος αργότερα και απέκτησε μεγάλη φήμη. Έγραψε πολλά φιλοσοφικά, ιστορικά και θεολογικά… …