ἡ (δύη)

  • 21δύᾳ — δύαι , δύη misery fem nom/voc pl δύᾱͅ , δύη misery fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22dāu-, dǝu-, dū̆ - —     dāu , dǝu , dū̆     English meaning: to burn     Deutsche Übersetzung: 1. “brennen”, 2. “verletzen, quälen, vernichten, feindselig”     Note: uncertainly, whether in both meaning originally identical (possibly partly as “ burning pain “,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 23κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην …

    Dictionary of Greek

  • 24κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …

    Dictionary of Greek

  • 25χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …

    Dictionary of Greek

  • 26δύαν — δύᾱν , δύη misery fem acc sg (doric aeolic) δύᾱν , δυάω plunge in misery imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δύᾱν , δυάω plunge in misery imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)